- λεβιάθαν
- ο άκλ.1) библ левиафан, морское чудовище; 2) перен. великан, гигант, колосс (о сооружении)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεβιάθαν — Μυθολογικό και βιβλικό υδρόβιο τέρας, για το οποίο υπάρχουν συχνές αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη ως προσωποποίηση του Κακού και της χαώδους αταξίας. Στη Βίβλο αναφέρεται ότι δημιουργήθηκε από τον Θεό, υποτάχτηκε στην εξουσία του και τέθηκε στην… … Dictionary of Greek
Χομπς, Τόμας — (Hobbes, Ουέστπορτ 1588 – Χάρντουικ 1679). Άγγλος φιλόσοφος. Αφού τελείωσε τις πανεπιστημιακές σπουδές του στην Οξφόρδη, έκανε ένα πρώτο ταξίδι στην ηπειρωτική Ευρώπη ως κηδεμόνας του γιου του λόρδου Κάβεντις. Γυρίζοντας στην Αγγλία,… … Dictionary of Greek
δράκος — Μυθολογικό τέρας, η μορφή του οποίου –προερχόμενη συνήθως από τα ερπετά– διαφέρει ως προς τα χαρακτηριστικά (φλογοβόλο στόμα με πολλές γλώσσες, κεφάλι λιονταριού, σκύλου ή γάτου, φτερά νυχτερίδας κλπ.), ανάλογα με τη μυθολογία και την τοπική… … Dictionary of Greek
ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… … Dictionary of Greek
Γκριν, Ζιλιέν — (Julien Green, 1900 – 1998).Γάλλος συγγραφέας και ακαδημαϊκός, αμερικανικής καταγωγής. Στα αφηγήματά του, που διέπονται από έναν μελαγχολικό τόνο και μία απαισιόδοξη διάθεση, αποτυπώνεται με αδρό και πρωτότυπο τρόπο η έντονη μεταφυσική αγωνία του … Dictionary of Greek
Μπλέικ, Γουίλιαμ — (William Blake, Λονδίνο 1757 – 1827). Άγγλος ποιητής, χαράκτης και ζωγράφος. Πνεύμα ατίθασο και ανήσυχο, οραματιστής, συχνά επηρεασμένος από τη φιλολογία του αποκρυφισμού, ο Μ. (μαζί με τον Μπερνς) είναι ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής του πρώτου… … Dictionary of Greek